κατηχήσεις

κατηχήσεις
κατήχησις
instruction by word of mouth
fem nom/voc pl (attic epic)
κατήχησις
instruction by word of mouth
fem nom/acc pl (attic)
κατηχέω
sound over
aor subj act 2nd sg (epic)
κατηχέω
sound over
fut ind act 2nd sg
κατηχέω
sound over
aor subj act 2nd sg (epic)
κατηχέω
sound over
fut ind act 2nd sg
κατηχέω
sound over
futperf ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατήχηση — Στοιχειώδης διδασκαλία του δόγματος της χριστιανικής πίστης. Αρχικά, η κ. απευθυνόταν προς τους ενηλίκους που επρόκειτο να βαπτιστούν· σήμερα απευθύνεται κυρίως στα παιδιά (κατηχητικά σχολεία). K. ονομάζεται και το σχετικό βιβλίο που… …   Dictionary of Greek

  • Cyril of Jerusalem — For other uses, see Cyril. Saint Cyril of Jerusalem Bishop, Confessor and Doctor of the Church Born ca. 313 possibly near Caesarea Maritima, Syria Palaestina (Modern day Israel) Died 386 Jerusalem, Syria Palaestina Honored in …   Wikipedia

  • βαλτικές γλώσσες — Υπο οικογένεια της ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής οικογένειας. Οι β.γ., που αντιπροσωπεύονται από τη λετονική, τη λιθουανική και την αρχαία πρωσική –που έσβησε στο τέλος του 17ου αι. με την ουσιαστική επικράτηση της γερμανικής– αποτελούν έναν ξεχωριστό …   Dictionary of Greek

  • Βορομαίος — (Borromeo). Εξελληνισμένο επώνυμο της οικογένειας Ιταλών κληρικών Μπορομέο. 1. Κάρολος (Αρόνα 1538 – Μιλάνο 1584). Άγιος της Δυτ. Εκκλησίας. Ανιψιός του πάπα Πίου Δ’, έγινε καρδινάλιος το 1560, σε ηλικία 22 ετών και το 1564 αρχιεπίσκοπος Μιλάνου …   Dictionary of Greek

  • Κλεόπας, Διονύσιος — (Θεσσαλονίκη 1816 – Κωνσταντινούπολη 1861). Θεολόγος και συγγραφέας. Το 1830 επισκέφθηκε τα Ιεροσόλυμα, ο πατριάρχης των οποίων, Ιερόθεος, τον βοήθησε οικονομικά στις σπουδές του, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Το 1849 διορίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • Κύριλλος — I Όνομα τριών αρχιεπισκόπων Κύπρου. 1. Κ. Α’ (; – 1854). Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (1849 54), διάδοχος του Ιωαννίκιου. Ήταν συνετός, αλλά άτολμος ιεράρχης, ίσως επειδή φοβόταν μήπως επαναληφθούν στην Κύπρο οι σφαγές του 1821. Στα χρόνια του αυξήθηκε η …   Dictionary of Greek

  • Μεθόδιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Πατάρων (τέλη 3ου αι.). Ήταν αρχιερέας, πλατωνικός φιλόσοφος, σφοδρός αντίπαλος του Ωριγένη και σημαντικός ποιητής. Έγραψε το Συμπόσιον των δέκα παρθένων ή περί αγνείας. Είναι γνωστός ως… …   Dictionary of Greek

  • БЛАГОВЕЩЕНИЯ ПРЕСВЯТОЙ БОГОРОДИЦЫ В ОРМИЛИИ МОНАСТЫРЬ — [греч. Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου ̓Ορμυλιᾶς], жен., действующий, ставропигиальное патриаршее подворье мон ря Симонопетра на Афоне. Расположен недалеко от г. Полийирос, на п ове Халкидики. Принадлежит Кассандрийской митрополии Элладской Церкви. Жен …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”